επιπλουργία

επιπλουργία
η столярное ремесло

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επιπλουργία" в других словарях:

  • επιπλουργία — η επιπλοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ιω. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • επιπλουργικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην επιπλουργία («επιπλουργικά εργαλεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • επιπλοποιία — η 1. η τέχνη τής κατασκευής επίπλων, η επιπλουργία 2. το επάγγελμα τού επιπλοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Καΐρη] …   Dictionary of Greek

  • επιπλοποιός — ο τεχνίτης που κατασκευάζει έπιπλα, ειδικός στην επιπλουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο(ν) + ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Όθωνα Φωστηρόπουλο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»